συμπαθητικομιμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπαθητικομιμητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συμπαθητικομιμητικός, -ή, -ό
- (ιατρική, φαρμακευτική) που διεγείρει τις νευρικές απολήξεις του συμπαθητικού συστήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμπαθητικομιμητικό (φάρμακο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπαθητικομιμητικός
|