συμπαθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαθώ < αρχαία ελληνική συμπαθέω / συμπαθῶ < συμπαθής < σύν + πάσχω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sim.baˈθo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπαθώ

  1. αισθάνομαι ή εκφράζω συμπάθεια για κάποιο πρόσωπο
  2. μου αρέσει κάποιο πράγμα ή κάτι

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]