συμπαράγωγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συμπαραγωγός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπαράγωγος η συμπαράγωγη το συμπαράγωγο
      γενική του συμπαράγωγου της συμπαράγωγης του συμπαράγωγου
    αιτιατική τον συμπαράγωγο τη συμπαράγωγη το συμπαράγωγο
     κλητική συμπαράγωγε συμπαράγωγη συμπαράγωγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπαράγωγοι οι συμπαράγωγες τα συμπαράγωγα
      γενική των συμπαράγωγων των συμπαράγωγων των συμπαράγωγων
    αιτιατική τους συμπαράγωγους τις συμπαράγωγες τα συμπαράγωγα
     κλητική συμπαράγωγοι συμπαράγωγες συμπαράγωγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπαράγωγος < συμ- + παράγωγος

Επίθετο

[επεξεργασία]

συμπαράγωγος, -η, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • συμπαράγωγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)