συμπαράγωγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συμπαράγωγος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμπαραγωγή
- συμπαράγωγο
- συμπαραγωγός
- → δείτε τις λέξεις συν, παράγω και άγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπαράγωγος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συμπαράγωγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)