συμπαραστέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαραστέκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπαραστέκω

  • στέκομαι κοντά σε κάποιον την ώρα της δύσκολης στιγμής και τον υποστηρίζω υλικά ή ηθικά
    θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι μου συμπαραστέθηκαν (προσοχή: όχι «όλους όσους»)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]