συμπαρομαρτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαρομαρτώ < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτέω/ συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω/ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπαρομαρτώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]