συμπερίληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπερίληψη | οι | συμπεριλήψεις |
γενική | της | συμπερίληψης* | των | συμπεριλήψεων |
αιτιατική | τη | συμπερίληψη | τις | συμπεριλήψεις |
κλητική | συμπερίληψη | συμπεριλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπεριλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπερίληψη < συμπεριλαμβάνω + -ψη < ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβάνω < σύν + περί + αρχαία ελληνική λαμβάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπερίληψη θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος συμπεριλαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)