συμπεριλήψεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμπεριλήψεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του συμπερίληψη
- εναλλακτικά: συμπερίληψης
συμπεριλήψεως θηλυκό