συμπεριληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπεριληπτικός < μεσαιωνική ελληνική συμπεριληπτικός[1] < αρχαία ελληνική συμπεριλαμβάνω < περιλαμβάνω < λαμβάνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sim.be.ri.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπε‐ρι‐λη‐πτι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συμπεριληπτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που συμπεριλαμβάνει
- (λόγιο) που περιλαμβάνει όλους χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- συμπεριληπτική γλώσσα: που δεν υποκρύπτει φυλετικές, κοινωνικές, εθνοτικές ή άλλες διακρίσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμπεριληπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπεριληπτικός
|
- ↑ συμπεριληπτικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 συμπεριληπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)