συμπεριφορισμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμπεριφορισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του συμπεριφορισμός
συμπεριφορισμοί αρσενικό