συμπιεστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sim.bi.eˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπι‐ε‐στό
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πι‐ε‐στό
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- συμπιεστό < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμπιεστόν (μαρτυρείται από το 1861) [1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπιεστός < συμπιέζω.[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπιεστό ουδέτερο
- (φυσική) συνώνυμο του συμπιεστότητα, η ιδιότητα του συμπιέσιμου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις συμπιεστός, συμπιέζω, συν, πιεστός και πιέζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπιεστό
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- συμπιεστό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συμπιεστό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του συμπιεστός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συμπιεστός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 947, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συμπιεστός, συμπιεστό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)