συμπιεστόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ συμπιεστόν τὰ συμπιεστά
      γενική τοῦ συμπιεστοῦ τῶν συμπιεστῶν
      δοτική τῷ συμπιεστ τοῖς συμπιεστοῖς
    αιτιατική τὸ συμπιεστόν τὰ συμπιεστά
     κλητική ! συμπιεστόν συμπιεστά
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπιεστόν (μαρτυρείται από το 1861) [1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπιεστός < συμπιέζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπιεστόν, -οῦ ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 947, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου