συμπιλῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπιλῶ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συμπιλῶ
- συμπιέζω (ίνες)
- ἑκάστη θρὶξ ψυχθεῖσα συνεπιλήθη. (Πλάτων, Τιμεύς, 76c)