συμπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπληρώνω < αρχαία ελληνική συμπληρῶ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si(m).bliˈɾo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπληρώνω (παθητική φωνή: συμπληρώνομαι)

  1. προσθέτω περιεχόμενο σε κάτι ελλιπές, ώστε να ολοκληρωθεί
  2. προσθέτω πληροφορίες σε μια αίτηση, έντυπο ή έγγραφο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]