συμπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπλοκή | οι | συμπλοκές |
γενική | της | συμπλοκής | των | συμπλοκών |
αιτιατική | τη | συμπλοκή | τις | συμπλοκές |
κλητική | συμπλοκή | συμπλοκές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ποινικό δίκαιο: φιλονικία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων,που εκτρέπεται σε αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπλοκή θηλυκό
- καυγάς και συνήθως ξυλοδαρμοί
- μικρή απρογραμμάτιστη μάχη
- σύμπλεξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπλοκή
|