συμπλοκή
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | συμπλοκή | συμπλοκές |
γενική | συμπλοκής | συμπλοκών |
αιτιατική | συμπλοκή | συμπλοκές |
κλητική | συμπλοκή | συμπλοκές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπλοκή < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπλοκή θηλυκό
- καυγάς και συνήθως ξυλοδαρμοί
- μικρή απρογραμμάτιστη μάχη
- σύμπλεξη