συμπολεμίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπολεμίστρια < συμπολεμιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπολεμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συμπολεμιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπολεμίστρια
|