συμπονέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπονέω < (συν-) συμ- + πονέω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπονέω

  1. κοπιάζω μαζί με κάποιον άλλο
  2. υποφέρω μαζί με κάποιον άλλο
  3. συμμετέχω από κοινού (σε συμφορές)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]