συμπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπονώ < αρχαία ελληνική συμπονέω / συμπονῶ < σύν + πονέω / πονῶ < πόνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sim.boˈno/

συμπονώ (παθητική φωνή: συμπονιέμαι / συμπονούμαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]