συμποσιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμποσιαστής < ελληνιστική κοινή συμποσιαστής < αρχαία ελληνική συμπόσιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμποσιαστής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμποσιαστής
|