συμπράξεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συμπράξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπράττω
  2. θα συμπράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπράττω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

συμπράξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμπραξη