συμπυκνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπυκνώνω < αρχαία ελληνική συμπυκνόω < σύν + πυκνόω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπυκνώνω

  1. μειώνω τη ποσότητα υγρού ενός πράγματος ώστε να γίνει πιο πυκνό
  2. μετατρέπω αέριο σε υγρό ή στερεό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]