συμπυκνώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συμπυκνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμπυκνώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπυκνώνω
  3. θα συμπυκνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπυκνώνω