συμπύκνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπύκνωμα τα συμπυκνώματα
      γενική του συμπυκνώματος των συμπυκνωμάτων
    αιτιατική το συμπύκνωμα τα συμπυκνώματα
     κλητική συμπύκνωμα συμπυκνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπύκνωμα < συμπυκνώ(νω) + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /simˈbi.kno.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπύ‐κνω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπύκνωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]