συμφιλίωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμφιλίωσις, -εως θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]