Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνέδριο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: συνεδρίαση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνέδριο τα συνέδρια
      γενική του συνέδριου
& συνεδρίου
των συνέδριων
& συνεδρίων
    αιτιατική το συνέδριο τα συνέδρια
     κλητική συνέδριο συνέδρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνέδριο < αρχαία ελληνική συνέδριον < σύν + ἕδρα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική congrès[1])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈne.ðɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνέδριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνέδριο ουδέτερο

  1. συγκέντρωση / συνεδρίαση εκπροσώπων συγκροτημένων ομάδων (επιστήμονες, μέλη κομμάτων κ.ά.), κατά την οποία συζητιούνται και εξετάζονται θέματα που τους αφορούν
  2. (συνεκδοχικά) όσοι μετέχουν στην ως άνω συνεδρίαση
  3. η συνδιάσκεψη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συνέδριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)