συνέδριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνέδριο | τα | συνέδρια |
γενική | του | συνέδριου & συνεδρίου |
των | συνέδριων & συνεδρίων |
αιτιατική | το | συνέδριο | τα | συνέδρια |
κλητική | συνέδριο | συνέδρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνέδριο < αρχαία ελληνική συνέδριον < σύν + ἕδρα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική congrès[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈne.ðɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νέ‐δρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνέδριο ουδέτερο
- συγκέντρωση / συνεδρίαση εκπροσώπων συγκροτημένων ομάδων (επιστήμονες, μέλη κομμάτων κ.ά.), κατά την οποία συζητιούνται και εξετάζονται θέματα που τους αφορούν
- (συνεκδοχικά) όσοι μετέχουν στην ως άνω συνεδρίαση
- συνδιάσκεψη
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
συνέδριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνέδριο
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)