συνέλευσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | συνέλευσις | συνελεύσει | συνελεύσεις |
Γενική | συνελεύσεως | συνελευσέοιν | συνελεύσεων |
Δοτική | συνελεύσει | συνελευσέοιν | συνελεύσεσι(ν) |
Αιτιατική | συνέλευσιν | συνελεύσει | συνελεύσεις |
Κλητική | συνέλευσι | συνελεύσει | συνελεύσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνέλευσις < (σύν) συν- + ἔλευσις < συνέρχομαι < θέμα ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συνέλευση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνέλευσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- συνάντηση, συγκέντρωση
- συνδυασμός πραγμάτων
- (γραμματική) συναίρεση ή κράση
[επεξεργασία]
- συνελαύνω
- συνέρχομαι
- → και δείτε τις λέξεις ἔλευσις, ἐλεύσομαι και ἔρχομαι
Πηγές[επεξεργασία]
- «συνέλευσις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.