Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνήθειο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνήθειο τα συνήθεια
      γενική του συνήθειου των συνήθειων
    αιτιατική το συνήθειο τα συνήθεια
     κλητική συνήθειο συνήθεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνήθειο < [1]
είτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συνήθειο(ν)[2] < συνηθ(άω) + -ιο (αναδρομικός σχηματισμός) με ορθογράφηση κατά το συνήθεια
είτε < συνήθεια, που θεωρήθηκε ουδέτερο πληθυντικού σε -α

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈni.θço/ (με συνίζηση, ως δισύλλαβο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνήθειο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνήθειο ουδέτερο

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈni.θi.o/ (ως τρισύλλαβο, χωρίς συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνήθειο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνήθειο ουδέτερο

εκφράσεις
[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συνήθειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    • συνήθειο -  Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)