συνίσταμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνίσταμαι < παθητική φωνή του συνιστώ (σχηματίζω, συνθέτω, συγκροτώ, συναποτελώ)· βλέπε και συνιστώμαι και συστήνω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνίσταμαι (συνήθως στο γ' ενικό)

  1. αποτελούμαι
    με εξαίρεση τους μονολόγους, το θεατρικό έργο συνίσταται από συνομιλίες (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6-4-2008)
  2. έγκειται, βρίσκεται
    Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως (από το "Ποινικός Λόγος", ∆ιμηνιαία Επιθεώρηση Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών, τεύχος 6/2007)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]