Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναίσθημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναίσθημα τα συναισθήματα
      γενική του συναισθήματος των συναισθημάτων
    αιτιατική το συναίσθημα τα συναισθήματα
     κλητική συναίσθημα συναισθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναίσθημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναίσθημα < συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈne.sθi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναίσθημα
παλιότερος συλλαβισμός: συναίσθημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συναίσθημα ουδέτερο

  • (ψυχολογία) η ψυχική κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη που συνδέεται με τα αισθήματα (τις εντυπώσεις που έχουμε απ' τις αισθήσεις μας) ή σκέψεις
      το αίσθημα της γλυκιάς της μυρωδιάς, που έδινε πάντα το συναίσθημα της ασφάλειας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]