συναγωνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναγωνιστής < αρχαία ελληνική συναγωνιστής < συναγωνίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγωνιστής αρσενικό (θηλυκό: συναγωνίστρια)
- αυτός που συναγωνίζεται
- αυτός που αγωνίζεται (σε πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο επίπεδο), ως προς τους άλλους που αγωνίζονται μαζί του
- (ειδικότερα) προσφώνηση των παραπάνω αγωνιστών μεταξύ τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναγωνιστής