συναθροίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναθροίζω < αρχαία ελληνική συναθροίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συναθροίζω (παθητική φωνή: συναθροίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]