συναινέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναινέω < συν- + αἰνέω / αἰνῶ < αἶνος

Ρήμα[επεξεργασία]

συναινέω / συναινῶ

  1. προσεύχομαι, εξυμνώ
  2. συμφωνώ, συναινώ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]