συναισθηματικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναισθηματικά < συναισθηματικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συναισθηματικά (τροπικό)
- με συναισθηματικό τρόπο
- με βάση το συναίσθημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναισθηματικά
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συναισθηματικά | ||
γενική | των | συναισθηματικών | ||
αιτιατική | τα | συναισθηματικά | ||
κλητική | συναισθηματικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναισθηματικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συναισθηματικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συναισθηματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
[επεξεργασία]- συναισθηματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναισθηματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συναισθηματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συναισθηματικός
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)