Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναισθηματικά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναισθηματικά < συναισθηματικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συναισθηματικά (τροπικό)

  1. με συναισθηματικό τρόπο
  2. με βάση το συναίσθημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συναισθηματικά
      γενική των συναισθηματικών
    αιτιατική τα συναισθηματικά
     κλητική συναισθηματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναισθηματικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συναισθηματικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συναισθηματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συναισθηματικά