συναισθηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναισθηματικός < συναίσθημα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sentimental[1] [2])
Επίθετο
[επεξεργασία]συναισθηματικός
- που έχει σχέση με διάφορα συναισθήματα, αναφέρεται σ’ αυτά ή προκαλείται απ’ αυτά
- (για πρόσωπα) που έχει διάφορα θετικά συναισθήματα κι ευαισθησίες
- (ουσιαστικοποιημένο) συναισθηματικά: τα αισθηματικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συναισθηματικά
- συναισθηματικότητα
- συναισθηματικώς
- → δείτε τις λέξεις συναίσθημα και αισθάνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναισθηματικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συναισθηματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συναισθηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας