συνακροατής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνακροατής οι συνακροατές
      γενική του συνακροατή των συνακροατών
    αιτιατική τον συνακροατή τους συνακροατές
     κλητική συνακροατή συνακροατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνακροατής < συν- + ακροατής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνακροατής αρσενικό

  • που συμμετέχει, που ακούει ταυτόχρονα με άλλους κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]