συνακρόαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνακρόαση οι συνακροάσεις
      γενική της συνακρόασης* των συνακροάσεων
    αιτιατική τη συνακρόαση τις συνακροάσεις
     κλητική συνακρόαση συνακροάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνακροάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνακρόαση < συν- + ακρόαση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνακρόαση θηλυκό

  • όταν κάποιος παρακολουθεί τηλεφωνική συνομιλία χωρίς να γίνει αντιληπτός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]