συναντημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]συναντημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συναντάω / συναντώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναντημένος
|