Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναπαρτίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναπαρτίζω < ελληνιστική κοινή συναπαρτίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω < ἄρτι

συναπαρτίζω (παθητική φωνή: συναπαρτίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συναπαρτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συναπαρτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.