συναποτελούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
συναποτελούμενος -η -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συναποτελώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναποτελούμενος