συναρμολογούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.loˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναρ‐μο‐λο‐γού‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αρ‐μο‐λο‐γού‐μαι
- ομόηχο: συναρμολογούμε
Ρήμα[επεξεργασία]
συναρμολογούμαι, π.αόρ.: συναρμολογήθηκα, μτχ.π.π.: συναρμολογημένος, (ενεργ.: συναρμολογώ)
- παθητική φωνή του ρήματος συναρμολογώ → δείτε και την κλίση
- ↪ Συναρμολογήθηκε στραβά. Φτου κι απ' την αρχή! Καλύτερα να έδινα τα 20 ευρώ να μου το συναρμολογούσαν στο μαγαζί που το αγόρασα