Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναρμολογούμενο

Από Βικιλεξικό
αγοράκι που βάφει ένα συναρμολογούμενο(1)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
      γενική του συναρμολογούμενου των συναρμολογούμενων
    αιτιατική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
     κλητική συναρμολογούμενο συναρμολογούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναρμολογούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συναρμολογούμενος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συναρμολογούμενο ουδέτερο

  • αντικείμενο για χομπίστες που αποτελείται από ξεχωριστά τμήματα τα οποία πρέπει ο χομπίστας να ενώσει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]