συναρμολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συναρμολόγηση | οι | συναρμολογήσεις |
γενική | της | συναρμολόγησης* | των | συναρμολογήσεων |
αιτιατική | τη | συναρμολόγηση | τις | συναρμολογήσεις |
κλητική | συναρμολόγηση | συναρμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναρμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναρμολόγηση < συναρμολογώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναρμολόγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναρμολογώ