συναρπαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναρπαγή < ελληνιστική κοινή συναρπαγή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναρπαγή θηλυκό
- η αρπαγή κάποιου πράγματος μαζί με κάτι άλλο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναρπάζω
- (γλωσσολογία) γλωσσική διαδικασία δημιουργίας σύνθετης λέξης από τις λέξεις που αποτελούν μία φράση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Όροι γλωσσολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναρπαγή
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | συναρπαγή | συναρπαγά | συναρπαγαί |
Γενική | συναρπαγῆς | συναρπαγαῖν | συναρπαγῶν |
Δοτική | συναρπαγῇ | συναρπαγαῖν | συναρπαγαῖς |
Αιτιατική | συναρπαγήν | συναρπαγά | συναρπαγάς |
Κλητική | συναρπαγή | συναρπαγά | συναρπαγαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναρπαγή < αρχαία ελληνική συναρπάζω + -ή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναρπαγή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η αρπαγή πραγμάτων από κοινού με άλλους
- (ελληνιστική κοινή) απροσεξία, απερισκεψία
- (ελληνιστική κοινή) αδιαφορία