συναρτώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]συναρτώ, μέση φωνή συναρτώμαι
- συνδέω ένα στοιχείο με κάποιο άλλο, το συσχετίζω αλλά με εξάρτηση (αν γίνει το Β, τότε θα γίνει το Α), συνάπτω δύο ή περισσότερα στοιχεία, τα εμπλέκω, τα συμπλέκω, τα αντιστοιχίζω
- συναρτά το χαρτζιλίκι μου με τους βαθμούς που θα πάρω!