Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναρτώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναρτώ < αρχαία ελληνική συναρτάω-συναρτῶ < σύν + ἀρτάω (=δένω, κρεμώ)

συναρτώ, μέση φωνή συναρτώμαι

  1. συνδέω ένα στοιχείο με κάποιο άλλο, το συσχετίζω αλλά με εξάρτηση (αν γίνει το Β, τότε θα γίνει το Α), συνάπτω δύο ή περισσότερα στοιχεία, τα εμπλέκω, τα συμπλέκω, τα αντιστοιχίζω
    συναρτά το χαρτζιλίκι μου με τους βαθμούς που θα πάρω!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]