συνασπίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνασπίζομαι < συνασπίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
συνασπίζομαι
- προσθέτω τις δυνάμεις μου σε μια κοινή προσπάθεια, σε έναν συνασπισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συνασπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνασπίζομαι