συνασπίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνασπίζομαι < συνασπίζω

συνασπίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]