συνασπίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνασπίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συνασπίζω
- συγκεντρώνω διάφορες δυνάμεις για την επίτευξη κάποιου κοινού σκοπού
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνασπίζω | συνάσπιζα | θα συνασπίζω | να συνασπίζω | συνασπίζοντας | |
β' ενικ. | συνασπίζεις | συνάσπιζες | θα συνασπίζεις | να συνασπίζεις | συνάσπιζε | |
γ' ενικ. | συνασπίζει | συνάσπιζε | θα συνασπίζει | να συνασπίζει | ||
α' πληθ. | συνασπίζουμε | συνασπίζαμε | θα συνασπίζουμε | να συνασπίζουμε | ||
β' πληθ. | συνασπίζετε | συνασπίζατε | θα συνασπίζετε | να συνασπίζετε | συνασπίζετε | |
γ' πληθ. | συνασπίζουν(ε) | συνάσπιζαν συνασπίζαν(ε) |
θα συνασπίζουν(ε) | να συνασπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνάσπισα | θα συνασπίσω | να συνασπίσω | συνασπίσει | ||
β' ενικ. | συνάσπισες | θα συνασπίσεις | να συνασπίσεις | συνάσπισε | ||
γ' ενικ. | συνάσπισε | θα συνασπίσει | να συνασπίσει | |||
α' πληθ. | συνασπίσαμε | θα συνασπίσουμε | να συνασπίσουμε | |||
β' πληθ. | συνασπίσατε | θα συνασπίσετε | να συνασπίσετε | συνασπίστε | ||
γ' πληθ. | συνάσπισαν συνασπίσαν(ε) |
θα συνασπίσουν(ε) | να συνασπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνασπίσει | είχα συνασπίσει | θα έχω συνασπίσει | να έχω συνασπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνασπίσει | είχες συνασπίσει | θα έχεις συνασπίσει | να έχεις συνασπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνασπίσει | είχε συνασπίσει | θα έχει συνασπίσει | να έχει συνασπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνασπίσει | είχαμε συνασπίσει | θα έχουμε συνασπίσει | να έχουμε συνασπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνασπίσει | είχατε συνασπίσει | θα έχετε συνασπίσει | να έχετε συνασπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνασπίσει | είχαν συνασπίσει | θα έχουν συνασπίσει | να έχουν συνασπίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συνασπίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συνασπίζω
- πολεμάω μαζί με κάποιον υποστηρίζοντάς τον με την ασπίδα μου
- (μεταφορικά) υποστηρίζω
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)