Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνδήλωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδήλωση οι συνδηλώσεις
      γενική της συνδήλωσης* των συνδηλώσεων
    αιτιατική τη συνδήλωση τις συνδηλώσεις
     κλητική συνδήλωση συνδηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνδήλωση < συν- + δήλωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνδήλωση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]