συνδαιτυμόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συνδαιτυμόνας | οι | συνδαιτυμόνες |
γενική | του του/της |
συνδαιτυμόνα συνδαιτυμόνος |
των | συνδαιτυμόνων |
αιτιατική | τον/τη | συνδαιτυμόνα | τους/τις | συνδαιτυμόνες |
κλητική | συνδαιτυμόνα | συνδαιτυμόνες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
όπως «κηδεμόνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδαιτυμόνας < καθαρεύουσα συνδαιτυμών, αιτιατική συνδαιτημόνα < συν- + αρχαία ελληνική δαιτυμών (καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική commensal[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.ðɛ.tiˈmɔ.nas/
- συλλαβισμός : συν‐δαι‐τυ‐μό‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδαιτυμόνας αρσενικό ή θηλυκό
- που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλους, συχνά σε επίσημο γεύμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «συνδαιτυμόνας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.