συνδιακονητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιακονητής < συν- + διακονητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδιακονητής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιακονητής
|