συνδιαλλάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδιαλλάσσω < αρχαία ελληνική συνδιαλλάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδιαλλάσσω

  1. συμφιλιώνω άλλους, συμβιβάζω καταστάσεις
  2. συχνότεροι στη νεοελληνική είναι οι μεσοπαθητικοί τύποι (συνδιαλλάσσομαι) και σε αυτή την περίπτωση η σημασία είναι: βρίσκω τρόπο να συνεννοηθώ, συσχετίζομαι, συναναστρέφομαι, καταφέρνω να επικοινωνήσω σε συνήθως (αλλά όχι πάντα) αντιθετικές συγκυρίες, επικοινωνώ συμβιβαστικά, κάνω υποχωρήσεις (συχνά με αρνητική χροιά), δημιουργώ σχέσεις διαπλοκής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδιαλλάσσω < σύν + διαλάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδιαλλάσσω στην αττική και συνδιαλάττω

  1. μεσολαβώ για συμφιλιώσω άλλους
    • ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους : για να τον βοηθήσουν να συμφιλιώσει τους Αλείς με τους Φαρσαλίους (Δημοσθ. Παραπρεσβ. 36)