συνδιαλλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιαλλάσσω < αρχαία ελληνική συνδιαλλάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδιαλλάσσω
- συμφιλιώνω άλλους, συμβιβάζω καταστάσεις
- συχνότεροι στη νεοελληνική είναι οι μεσοπαθητικοί τύποι (συνδιαλλάσσομαι) και σε αυτή την περίπτωση η σημασία είναι: βρίσκω τρόπο να συνεννοηθώ, συσχετίζομαι, συναναστρέφομαι, καταφέρνω να επικοινωνήσω σε συνήθως (αλλά όχι πάντα) αντιθετικές συγκυρίες, επικοινωνώ συμβιβαστικά, κάνω υποχωρήσεις (συχνά με αρνητική χροιά), δημιουργώ σχέσεις διαπλοκής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιαλλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδιαλλάσσω στην αττική και συνδιαλάττω
- μεσολαβώ για συμφιλιώσω άλλους
- ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους : για να τον βοηθήσουν να συμφιλιώσει τους Αλείς με τους Φαρσαλίους (Δημοσθ. Παραπρεσβ. 36)