συνδιαμορφωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδιαμορφωτής < συν- + διαμορφωτής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.ði.a.moɾ.foˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐α‐μορ‐φω‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδιαμορφωτής αρσενικό
- (νεολογισμός) άτομο που διαμορφώνει από κοινού με κάποιον άλλον
- ※ Το φροντιστήριο έχει στη χώρα μας αποβεί συνδιαμορφωτής της εκπαίδευσης, μαζί με το υπουργείο Παιδείας και τα σχολεία. (Δ. Φύσσας, Η Εκθεση Ιδεών ως κλάδος της λογοτεχνίας του τρόμου, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιαμορφωτής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)